ετέρανδρος

ετέρανδρος
ο
φυτό τού οποίου δεν είναι ομοιόμορφοι οι στήμονες ή οι ανθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. heterandrous < αρχ. ελλ. ετερο-* + -ανδρός (< ανήρ, πρβλ. άν-ανδρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”